Το ''Τσαρσί'' οι ''Τσιαρσινοί'' και οι ''Τσιαρσινές''
Οι Έλληνες κάτοικοι της παλαιάς Καστοριάς που διέμεναν στην περιοχή του «τσιαρσιού» (της άνω αγοράς), και πιο συγκεκριμένα, στην τέως ενορία Οικονόμου και νυν Αγίας Παρασκευής, ονομάζονταν «Τσιαρσινοί».
Οι Καστοριανοί αυτοί διακρίνονταν για τον ιδιότυπο, τον ατίθασο χαρακτήρα τους, όπως τον είχαν διαμορφώσει οι συνθήκες που επικρατούσαν στην μακρά περίοδο της τουρκοκρατίας. Είχε αναπτυχθεί σ’ αυτούς το αντιστασιακό πνεύμα κατά των Τούρκων, τους οποίους εμπόδιζαν να εισχωρήσουν στη χριστιανική περιοχή.
Ήταν οι "ακρίτες" της Καστοριάς, επειδή ο μαχαλάς τους συνόρευε με τον τούρκικο μαχαλά και οι προστριβές με τους Τούρκους ήταν συχνές.
Τον ζωηρό και ιδιότυπο χαρακτήρα τους οι "Τσιαρσινοί" τον διατήρησαν έως τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας.
Διατήρησαν επίσης πολλά παλαιά έθιμα και διέσωσαν πολλούς θρύλους.
Ένα δημοτικό τραγούδι της Καστοριάς τους αναφέρει ως εξής:
"Κατέβαιναν οι Τσιαρσινοί, όλοι ήταν μεθυσμένοι, πρώτος ο Τριαντάφυλλος, δεύτερος ο Μπαϊρακτάρης, τρίτος και ο χειρότερος ήταν ο Ζησιάδης...".
Την ίδια φήμη με τους «Τσιαρσινούς» είχαν και οι γυναίκες τους, οι «Τσιαρσινές», τις οποίες οι λοιποί Καστοριανοί αποκαλούσαν «αμπαμπίλωτες», δηλαδή αμπάλωτες, ανοικοκύρευτες, επειδή η κίνηση στο «Τσαρσί» και το σεργιάνι του δεν τις άφηνε καιρό να μπαλωθούν.
Η Καστοριά βρίσκεται στο δυτικό άκρο της Δυτικής Μακεδονίας.
Η πόλη είναι χτισμένη πάνω στη χερσόνησο της λίμνης, σε υψόμετρο 703 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, και περιβάλλεται από τη λίμνη της δίνοντας στον επισκέπτη την εντύπωση νησιού.
Στην μακραίωνη ιστορία της, μιάμιση χιλιετία από κτίσεως και δύο χιλιετίες από οικήσεως, γνώρισε πολιορκίες και κατακτήσεις από Βουλγάρους, Νορμανδούς και Τούρκους, διατηρώντας όμως μέχρι σήμερα ένα σημαντικό αριθμό βυζαντινών εκκλησιών, κειμηλίων και αρχοντικών ως τεκμήρια της κατά καιρούς ακμής της, λόγω της επιτυχημένης εμπορίας και διακίνησης των γουναρικών σε σημαντικά κέντρα της Ευρώπης.
Η ονομασία της πόλης
Σε γειτονική περιοχή, κατά τον βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο στο έργο του Περί κτισμάτων που συνέγραψε (553-555), βρισκόταν η θεσσαλική πόλη Διοκλητιανούπολη. Η Διοκλητιανούπολη έχει ταυτιστεί από τους αρχαιολόγους με αρχαία πόλη στην περιοχή Αρμενοχώρι που ανακαλύφθηκε πρόσφατα 4 χιλιόμετρα νότια της Καστοριάς.
Δυόμισυ αιώνες μετά την ίδρυσή της, κατά τον ίδιο ιστορικό, η πόλη μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό (527-565) σε οχυρή θέση στη λίμνη, την οποία λίμνη ονομάζει, για πρώτη φορά, Καστορία.
Η Βυζαντινή ιστορικός Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι το όνομα της πόλης προέρχεται από τη λέξη κάστρον της λατινικής λέξης castrum).
Η τουρκική ονομασία της πόλης είναι Kesriye ενώ η σέρβικη και βουλγάρικη γραφή της πόλης είναι Κοστούρ (Κυριλλικά: Костур).
Κατά μια άποψη (Поповски, Търпо -1869-1913), η σλαβική ονομασία "Костур - Κοστούρ" προέρχεται από την βουλγάρικη λέξη "кост - κοστ" που σημαίνει κόκκαλο ή και την ελληνική λέξη σκελετός (στα Βουλγαρικά, η λέξη "костур" αναφέρεται σε ένα είδος ψαριού με πολλά κόκκαλα).
Ο ι απαρχές
Κατά τον Προκόπιο, η στρατηγική θέση και η φυσική ομορφιά της περιοχής προσείλκυσε το ενδιαφέρον των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Ο Ιουστινιανός Α' μετέφερε εκείνη την πόλη σε «νησί» στο κέντρο της λίμνης και την περιέβαλε με διπλό τείχος, από το οποίο σήμερα μόνον σπαράγματα σώζονται. Το κάστρο αποτελούσαν δύο γραμμές τειχών που άρχιζαν από ένα μέρος της όχθης του λαιμού στα νότια, προχωρούσαν προς τη βόρεια όχθη της λίμνης και κατέληγαν στο ανατολικό μέρος της λίμνης. Εκεί το κάστρο γινόταν πιο φαρδύ και σχημάτιζε το ογκωδέστερο μέρος του νησιού, καταμεσίς της λίμνης. Από το 927 μέχρι το 969, η Καστοριά ήταν υπό την κατοχή των Βουλγάρων, που εκδιώχθηκαν από τους Πετσενέγους με προτροπή των Βυζαντινών. Το 990, ο Τσάρος των Βουλγάρων Σαμουήλ κατά την επιδρομή του στον ελλαδικό χώρο κατέλαβε και την Καστοριά, υπερνικώντας τη φυσική αλλά και την τεχνητή της οχύρωση. Το 1017, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος την πολιόρκησε αλλά απέτυχε να την καταλάβει. Με την τελική κατάρρευση της βουλγαρικής αντίστασης, το 1019, η πόλη επανήλθε στους Βυζαντινούς.
Από το 1083, που εκδιώχθηκαν οι Νορμανδοί από τους στρατηγούς του Αλεξίου Κομνηνού, Νικηφόρο Βρυέννιο και Γεώργιο Παλαιολόγο μέχρι την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Δ' Σταυροφορία το 1204, η Καστοριά βρίσκεται άλλοτε υπό τους Νορμανδούς και άλλοτε στα χέρια των Βυζαντινών. Κατά τη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας (1096-1099) κλιμάκιο Σταυροφόρων προερχόμενο από το Μπρίντιζι περνά από την Καστοριά και μέσω Αχρίδας κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το 1204 οι Βούλγαροι, επωφελούμενοι από τη γενική εξασθένηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, την κυριεύουν για τρίτη φορά. Ωστόσο η βουλγαρική κατοχή δεν διήρκησε πολύ, αφού μετά από μικρό χρονικό διάστημα, όταν ο Μιχαήλ Β' Κομνηνός Δούκας συμμάχησε με τον άρχοντα Μακεδονίας και Θεσσαλίας Ιωάννη Πετραλείφα, η πόλη περιήλθε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Τους Σέρβους του Στέφανου Δουσάν ή Ντούσαν «Κράλη» της Σερβίας (1331-1345) διαδέχονται τα αλβανικά αφύλαρχα, όπως αναφέρει ο Κατακουζηνός, στίφη που κατακλύζουν τη Δυτική Μακεδονία γύρω στα 1350. Οι Τούρκοι τελικά ως οργανωμένος στρατός του Οθωμανικού εμιράτου της Βιθυνίας καταστρέφουν και δηώνουν την μακεδονική ύπαιθρο, ώσπου να εγκαταστήσουν προοδευτικά την κυριαρχία τους στις Μακεδονικές πόλεις και στη περιοχή. Η τουρκική κατάκτηση καλύπτει την εικοσαετία μεταξύ 1371 και 1394.
Κατά την Οθωμανική περίοδο
Η κατάληψη της Καστοριάς από τους Τούρκους τοποθετείται περίπου στο 1383. Έμεινε στην κατοχή τους επί περίπου πέντε αιώνες. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η περιοχή της Καστοριάς αναδείχτηκε σε κέντρο ελληνισμού διατηρώντας την εθνική συνείδηση, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα. Την εποχή αυτή η περιοχή ανέπτυξε έντονη οικονομική και εμπορική δραστηριότητα και γνώρισε άνθηση στις τέχνες και τα γράμματα. Ο Γεώργιος Καστοριώτης ή Γεώργιος Καστριώτης, επιφανής Καστοριανός που έφτασε ως το αξίωμα του μεγάλου κομίσου, ίδρυσε το 1705 στη συνοικία Μουζεμβίκη την εκκλησιαστική του σχολή και το 1708 μετακάλεσε από τη Βενετία τον αναγνωρισμένο λόγιο, θεολόγο και συγγραφέα Μεθόδιο Ανθρακίτη. Το 1710 ιδρύθηκε το Ανώτερον Σχολείον Κυρίτζη τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε ο Μεθόδιος Ανθρακίτης.
Αναντίρρητα ο Ρήγας Βελεστινλής εδραιώνεται στο υψηλότερο έδρανο των μορφών της Εθνεγερσίας. Είναι η πρώτη κρίσιμη και αποφασιστική περίοδος της αφύπνισης του Γένους και της σφυρηλάτησης της εθνικής συνείδησης. Συμμάρτυρές του οι δυο Καστοριανοί αδελφοί Ιωάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ και ο στενός συνεργάτης του Γεώργιος Θεοχάρης που λόγω του εγνωσμένου κύρους του και της αυστριακής υπηκοότητός του απελάθηκε και προτίμησε την Λειψία. Κατά την επανάσταση του 1821 σημειώθηκαν αρκετές επιχειρήσεις στην περιοχή και ιδιαίτερα στο χωριό Βογατσικό. Καστοριανός ήταν ο οπλαρχηγός Ιωάννης Παπαρέσκας, ο οποίος πήρε μέρος στη σύνοδο της Μονής Δοβρά μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Μακεδονίας, ο Ευάγγελος Ιωάννου, ο Αναστάσιος Καρίτσης, ο Δήμος Παναγιώτου, οι Ναούμ Νικολάου, Κωνσταντίνος Νικολάου, Ιωάννης Καραμπίνας, Ευάγγελος Ιωάννου, Ζήσης Δημητρίου κ.α.
Στα 1867, ιδρύθηκε με πρωτεργάτη τον Αναστάσιο Πηχεών η Εθνική Επιτροπή, με πρώτα μέλη τους γιατρούς Ιωάννη Σιώμο και Αργύριο Βούζα και τους Νικόλαο Τουτουντζή, Βασίλειο και Νικόλαο Ωρολογόπουλο Ρέτζη και Απόστολο Σαχίνη. Γρήγορα διευρύνθηκε ιδιαίτερα προς το χωριό Κλεισούρα, όπου ο Πηχεών είχε διατελέσει δάσκαλος από το 1862 και είχε συνδεθεί τότε στενά με τον γνωστό γιατρό Ιωάννη Αργυρόπουλο. Η νέα «Φιλική Εταιρεία», όπως ονομάσθηκε μετά τη διεύρυνσή της, απέβλεπε στο ξεσήκωμα της Μακεδονίας εναντίον των Τούρκων. Αρχές του 1888 συνελήφθησαν από τους Τούρκους δεκαπέντε Κλεισιουριώτες και περισσότεροι από σαράντα Καστοριανοί μαζί με Μπογκατσιώτες (Βογατσικό), Κορυτσιώτες (Κορησός) κ.α. που οδηγήθηκαν τελικά στις φυλακές του Μοναστηρίου για να δικαστούν.
Η περίοδος του Μακεδονικού Αγώνα
Η περιοχή της Καστοριάς αποτέλεσε τον πυρήνα προετοιμασίας και δράσης του ένοπλου απελευθερωτικού Μακεδονικού Αγώνα. Από το 1867, όπως προαναφέρθηκε, ιδρύθηκε η Εθνική Επιτροπή. Αν και στην πόλη της Καστοριάς ήταν αναμφισβήτητη η κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου, σε αρκετά χωριά της υπαίθρου υπήρχε σταδιακή και αυξανόμενη βουλγαρική διείσδυση, μετά τη σύσταση της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και ιδιαίτερα μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Φυσικό επακόλουθο ήταν να οργανωθεί και να ενταθεί, μετά την εξέγερση του Ίλιντεν (1903), η αντίσταση και να αναδειχθούν σημαντικές ιστορικές μορφές, όπως ο Παύλος Μελάς, ο Γερμανός Καραβαγγέλης και ο Ίωνας Δραγούμης. Σημαντικοί Καστοριανοί οπλαρχηγοί έδρασαν την περίοδο αυτή, όπως ο Αριστείδης Μαργαρίτης, ο Κωνσταντίνος Γκολογκίνας, ο Σπυρίδων και ο Χρήστος Δούκης, ο δάσκαλος Βασίλειος Μαλεγγάνος κ.α.
Η Νεότερη περίοδος
Η Καστοριά απελευθερώθηκε κατά τον Α' Βαλκανικό πόλεμο, στις 11 Νοεμβρίου (γιορτάζετε η απελευθέρωση της πόλης) του 1912 και ο Άγιος Μηνάς τιμάται ως ελευθερωτής της.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο (1914- 1918) και ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή και την επακολουθήσασα υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης, αρχικά εγκαταστάθηκαν στον Νομό Καστοριάς 388 πρόσφυγες και μετά την αποχώρηση των Τούρκων έφθασαν στην πόλη της Καστοριά (17.8.1924) 43 οικογένειες ψαράδων από την Απολλωνιάδα της Βιθυνίας ύστερα από ενέργειες του τοπικού γραφείου Εποικισμού για να ασχοληθούν με το ψάρεμα στη λίμνη.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (1940 - 1945) σημαντική ήταν η συμβολή των κατοίκων της περιοχής στον αγώνα κατά των Ιταλών, των Βουλγάρων και των Γερμανών κατακτητών. Η άλλοτε ανθηρή εβραϊκή κοινότητα της Καστοριάς έπαψε να υφίσταται με τη βίαιη μεταφορά, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες (24 Μαρτίου 1944), 763 Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης απ΄ όπου επέστρεψαν μόνον 35. Ως συνέπεια της ελονοσίας, του υποσιτισμού αλλά και της αβιταμίνωσης παρατηρήθηκε στην περιοχή ραγδαία αύξηση των περιστατικών φυματίώσης, Ο γιατρός και τότε δήμαρχος της πόλης, Σαράντης Τσεμάνης, ως μάρτυρας κατηγορίας κατά των Ιταλών και Βουλγάρων εγκληματιών πολέμου στη Δυτική Μακεδονία το 1941-44 (πχ Ράβαλι, Αντόν Κάλτσεφ) στην Αθήνα το 1946, προκάλεσε αίσθηση στο δικαστήριο, όταν με παλλόμενη φωνή είπε: «... η νεολαία της Δυτικής Μακεδονίας είναι καταδικασμένη εις τον δια φυματιώσεως θάνατον. Έχει κοκκινίσει το χώμα από τας αιμοπτύσεις. Η Καστοριά πρέπει να μεταβληθεί εις ένα απέραντον Σανατόριον, δια να γιάνη τα αγιάτρευτα, που ετσάκισαν, νιάτα της».
Στην περίοδο του Εμφυλίου πολέμου (1946-1949), η περιοχή της Καστοριάς αποτέλεσε το επίκεντρο εξέλιξης της ένοπλης αιματοχυσίας και των θλιβερών κοινωνικών συνεπειών που ακολούθησαν. Οι σφοδρές μάχες στα ορεινά της συγκροτήματα στο Γράμμο και στο Βίτσι προκάλεσαν απερίγραπτα δεινά στην πόλη. «Στην ασφυκτικά κατοικημένη και στενά πολιορκημένη Καστοριά παρουσιάζονταν συχνά σοβαρές ελλείψεις βασικών ειδών, όπως καυσόξυλα, φωτιστικό πετρέλαιο και είδη διατροφής... όσοι τολμούσαν να εξέλθουν στα γειτονικά χωριά προς ξύλευση, αντιμετωπίζονταν από τους Αντάρτες ως πράκτορες των Μοναρχοφασιστών και από τις κρατικές αρχές ως πράκτορες των Σλαβοκομμουνιστών ». «Τον Ιούνιο του 1949 καταμετρήθηκαν 77.822 καταφυγόντες των μερικώς ή ολικώς εγκαταλελειμμένων χωριών της περιοχής για να φθάσουν συνολικά σε διάφορες πόλεις από όλη τη πληττόμενη γεωγραφική ζώνη τις 684.000 την ίδια εποχή.»Κάτω από αυτές τις συνθήκες αρκετά παιδιά κυρίως των καταφυγόντων που είχαν χάσει τον ένα ή τους δυο γονείς τους και όσα δεν τύχαιναν στοιχειώδους οικογενειακής φροντίδας μεταφέρθηκαν στις Παιδοπόλεις της Φρειδερίκης.
Τα Βυζαντινά μνημεία
Η Καστοριά είναι η μόνη πόλη στην Ελλάδα που σώζει σε μεγάλο βαθμό αδιάλειπτα τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή μνήμη της, καθώς υπάρχουν 77 Βυζαντινές Εκκλησίες. Με εξαίρεση το Άγιον Όρος μόνο στην Καστοριά υπάρχουν φορητές εικόνες της Κρητικής Σχολής και μάλιστα πρώιμης χρονολογίας. Οι εκκλησίες, οι τοιχογραφίες, οι φορητές εικόνες και τα αρχοντικά, είναι μάρτυρες της οικονομικής ακμής αλλά και του πολιτισμού για σχεδόν 10 αιώνες περίπου. H ανέγερση των εκκλησιών της Καστοριάς, όπως του Αγίου Γεωργίου 1085 από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Κομνηνό συνεχίστηκε από μια πλειάδα της εκάστοτε μακραίωνης τοπικής αριστοκρατίας ως κτητόρων, όπως π.χ. των Αγίων Αναργύρων και του Νικολάου Κασνίτζη. Το μοναστήρι της Μαυριώτισσας του 11ου αιώνα είναι τοιχογραφημένο και στην εξωτερική όψη, όπως συνηθίζεται στη Βόρεια Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Στις τοιχογραφίες του ναού, επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας, είχαν αφαιρεθεί τα μάτια από όλα τα εικονιζόμενα πρόσωπα.