*του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Το γιατί βρισκόμαστε ήδη σε άδηλη προεκλογική περίοδο, (σας) το είπα και το εξήγησα με δύο τρόπους: (1) ως παράθυρο ευκαιρίας του κ. Σαμαρά και των εταίρων του στην κυβέρνηση, μετά την παραμυθία της τακτοποίησης του δημόσιου χρέους και της στροφής της οικονομίας στην μεταφυσική σταθερότητα και δήθεν ανάπτυξη και (2) ως προσπάθεια των κεντρικών παιχτών και της διαπλοκής να διαμορφώσουν πολιτικά τετελεσμένα προτού το νέο υφεσιακό πακέτο μέτρων της.
Η συγκυβέρνησης επιφέρει επιπρόσθετη απορρύθμιση και καταστροφή στην αγορά, παράλληλα με διογκούμενη άρνηση συμμόρφωσης πολιτών ή/και πολιτικά αποκλίνουσες συμπεριφορές σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, με αποτέλεσμα την αδυναμία εκτέλεσης του προϋπολογισμού.
Παλαιότερα αυτό δεν ήταν μεγάλο πρόβλημα και σπανίως οδηγούσε αμέσως σε προσφυγή σε εκλογές, σήμερα όμως είναι ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. Εάν παραλύσει ο μηχανισμός εξυπηρέτησης του προϋπολογισμού, που βασίζεται στο μνημόνιο, τότε θα ενεργοποιηθεί ο αυτοματοποιημένος μηχανισμός άντλησης εσόδων για την εξυπηρέτηση της αναθεωρημένης Δανειακής Σύμβασης από τους ad hoc θεσμούς που ελέγχει η τρόικα και έχει συνυπογράψει η κυβέρνηση με την μορφή των προαπαιτούμενων για την άντληση ρευστότητας από το πρόγραμμα δανειοδότησης. Τούτο θα οδηγούσε στην απόλυτη απομυθοποίηση της παραμυθίας των Συγκυβερνητών και στην άτακτη κατάρρευση του καθεστώτος που τους στηρίζει και στηρίζεται από αυτούς.
Ωστόσο, το τελευταίο [το (2)] θα πρέπει να προβληματίζει εκτός από τους αποφασιστικούς παράγοντες χάραξης κομματικής στρατηγικής στην συγκυρία, της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ και εκείνους του ΣΥΡΙΖΑ, πρωταρχικός Η αναρχοποίηση του καθεστώτος στην Ελλάδα δεν συμφέρει ούτε την αντιπολίτευση για πολλούς λόγους εσωτερικής οργάνωσης της πολιτικής αντιπαράθεσης, εξωτερικής νομιμοποίησης και οικονομικής απειλής για μετατροπή της συντεταγμένης χρεοκοπίας σε άναρχη, ανεξέλεγκτη. Το τελευταίο μάλιστα δεν έχει μαθηματική σχέση με την παραμονή ή όχι στην ευρωζώνη και τους όρους που διαμορφώνονται στην μια ή στην άλλη περίπτωση. Εννοώ, πως η συντεταγμένη χρεοκοπία ως οικονομική πορεία είναι πλέον όρος που αποδέχονται, υπονοούν ή επιδιώκουν όλοι όσοι αναπτύσσουν πολιτική αφήγηση που δεν προπαγανδίζει την έξοδο της χώρας από τους δυτικούς θεσμούς ηγεμονίας και την «κατάργηση» των καπιταλιστικών σχέσεων στο εσωτερικό.
Η διαφωνία μεταξύ των Συγκυβερνητών και (κυρίως) της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει να κάνει με την πολιτική διάσταση και την οικονομική μεθοδολογία της συντεταγμένης χρεοκοπίας της χώρας, ώστε να αντιμετωπισθεί η κρίση με διαφορετικό πολιτικοοικονομικό τρόπο και με διαφορετικούς ηττημένους και νικητές, μέσα σε ένα νέο αστικό σύστημα που θα σηματοδοτήσει μια νέα μεταπολίτευση. Σε όλες τις περιπτώσεις και συνολικά, λαός και εθνικό συμφέρον στις διεθνείς πολιτικές θα βγουν σοβαρά λαβωμένα, με την διαφορά πως μια κυβέρνηση υπό τον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να διαχειριστεί πιο ήπια και υπέρ των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων τα επόμενα στάδια της συντεταγμένης χρεοκοπίας. Ίσως μάλιστα, εάν οι συνθήκες στην ευρωζώνη το επέτρεπαν και οι οργανικοί σύμμαχοι της χώρας δεν συγκρούονταν μεταξύ τους, το διάστημα αυτό να μειωνόταν σε κρίσιμο βαθμό, με σοβαρές πιθανότητες θεμελίωσης σύγχρονης παραγωγικής ανασυγκρότησης με παράλληλο εκδημοκρατισμό των θεσμών. Παρόλα αυτά, ενώ από την μια η εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ θα σηματοδοτούσε σε κάθε περίπτωση μια βάσιμη ελπίδα για προοδευτική μεταστροφή των πολιτικών στην Ελλάδα από αντιδραστικές έως αυταρχικές που είναι σήμερα, από την άλλη ο στοχαστής «αουτσάιντερ» δεν θα μπορούσε, σεβόμενος των αναγνώστη του, να διαβεβαιώσει πως μια κυβέρνηση ενός «Δημοκρατικού Μετώπου» θα πετύχαινε να θέσει τα θεμέλια της αναγκαίας δημοκρατικής και παραγωγικής αναδιοργάνωσης της χώρας.
Δεν έχω κανένα απτό στοιχείο στη διάθεσή μου που θα μου επέτρεπε να πιθανολογήσω θετικά. Και αυτό επειδή ένας τέτοιος στόχος ξεπερνά κατά πολύ την ίδια την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ένα σύνθετο ζήτημα που σχετίζεται με μια πλειάδα μεταβλητών και με μια κουλτούρα (γενικότερη και ιδίως πολιτική) στο εσωτερικό που δεν βοηθά προς αυτήν την κατεύθυνση. Προδήλως, δεν βοηθά και η σημερινή μορφή του όποιου κινήματος των εργαζομένων, η λειτουργία των ΜΜΕ και η διαπλεκόμενη ή αποκαρδιωμένη ή περιθωριοποιημένη ή απλώς αδιάφορη και φοβική διανόηση του τόπου, όπως και η πολιτική ωριμότητα στο εσωτερικό του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς όλα είναι αρνητικά για μια «αναγεννησιακού» χαρακτήρα πορεία της χώρας. Μόνον που οποιαδήποτε ελπίδα δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει την περιθωριοποίηση του αντιδραστικού, φθαρμένου και σε μάλλον σημαντικό βαθμό διεφθαρμένου πολιτικού προσωπικού της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και το ξερίζωμα της πατρωνίας και της διαπλοκής. Κανείς, δεν νομίζω, πως θα μπορούσε να εκτιμήσει στα σοβαρά τις πιθανότητες θετικής εξέλιξης για τα δύο-τρίτα της κοινωνίας, που υφίστανται σήμερα ένα είδος πολεμικής επίθεσης από την Συγκυβέρνηση, μετά από μια πιθανή «εκτόξευση» του ΣΥΡΙΖΑ στα πράγματα, σε κάθε περίπτωση όμως έστω και με καφκική προσέγγιση… και η τελευταία ελπίς, είναι μια ελπίς! Στο κάτω- κάτω όπως θα έλεγε και ο Κάφκα, τον οποίον πολύ υπολήπτομαι, όχι τόσο εξαιτίας της λογοτεχνίας του αυτής καθ’ εαυτής , αλλά εξαιτίας της πολιτικής του εμπειρίας, ως ο «μεγάλος ταλαίπωρος» μιας εποχής θανάσιμων αποκλεισμών και αναγκαστικής περιπλάνησης για εκατομμύρια ευρωπαίους και κυρίως ευρωπαίους-εβραίους, «αφήστε σας παρακαλώ το μέλλον να συνεχίσει να κοιμάται, όπως οφείλει. Γιατί αν κάποιος το ξυπνήσει πριν την ώρα του, τότε θα αποκοιμηθεί το παρόν του»!
Μια αναμφισβήτητη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές θα αποτελούσε μια ευκαιρία να διεγερθεί το παρόν μας και όχι να «ξυπνήσει» το μέλλον μας. Το τελευταίο είναι μια άλλη υπόθεση, πολιτικότατη υπόθεση, αλλά μάλλον μακριά από την σημερινή διάσταση του πολιτικού ανταγωνισμού στην πατρίδα μας. Η συμπαθέστατη – όσο περνάει ο καιρός την συμπαθώ περισσότερο, παρότι αναρωτιέμαι πώς την έπαθε και «αποκοιμήθηκε» στο πόστο της – κυρία Αλέκα Παπαρήγα υπόσχεται να ξυπνήσει το μέλλον, με ξυπνητήρι των αρχών του περασμένου αιώνα ασφαλώς, κατηγορώντας τον Αλέξη Τσίπρα για συντηρητική στροφή εν όψει εκλογών. Για μετριοπαθή αποκρυστάλλωση της αντιμετώπισης της κρίσης θα έπρεπε να τον «κατηγορήσει», ή για μετριοπαθή προσέγγιση μιας αριστερής διακυβέρνησης και όχι ασφαλώς για συντηρητική στροφή, αν δεν επιθυμούσε να χάσουν και οι πολιτικές έννοιες το νόημά τους και το παρόν την πολιτική του σημασία. Έτσι θα έδενε καλύτερα με τη διαλεκτική προσέγγιση των προοδευτικών πολιτικών σε παρόντα χρόνο και η άλλη – ορθή σε κάθε περίπτωση παρατήρηση της: «δεν δαιμονοποιούμε τα ταξίδια αυτά καθαυτά» [του Α. Τσίπρα στη Γερμανία και στις ΗΠΑ] … «σκοπός των επαφών ήταν να τους καθησυχάσουν». Έτσι είναι ακριβώς και αυτό αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο εξωτερικής πολιτικής ενός κόμματος που διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία. Έτσι έκανε και ο Λένιν, τα ίδια και ο Στάλιν, όπως και Βρετανοί, Γάλλοι και Αμερικανοί, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες για να κερδίσουν εκλογές, αλλά και ως κυβερνητικοί συνασπισμοί αργότερα, αποφεύγοντας καταρχήν την πολεμική σύγκρουση με ισχυρές αναθεωρητικές δυνάμεις της εποχής, με τις οποίες βρίσκονταν σε προφανή αντιπαλότητα συμφερόντων. Δεν φαντάζομαι να μην συνεννοούμεθα και αναγκαστώ να μπω σε λεπτομέρειες και «στενοχωρηθούμε», περιγράφοντας επίσης πώς ο Χίτλερ με μαεστρία διαχειρίστηκε το ζήτημα του καθησυχασμού, προετοιμαζόμενος για πόλεμο! Άσε που θα μπορούσα να επεκταθώ σε ανάλογες «πολιτικές καθησυχασμού», όπως τις αποκαλεί η ιστορία και η πολιτική επιστήμη – στρατηγήματα δηλαδή - στη Κίνα, στην Ιαπωνία στην μετασταλινική Σοβιετική Ένωση και παντού στον κόσμο. Σημασία έχει πώς δίνεις αργότερα ως κυβέρνηση πολιτική διάσταση στο στρατήγημα του καθησυχασμού.
Καθόλου άσχημα δεν έκανε, λοιπόν, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτήν την περίπτωση, παρότι ειπώθηκαν και κάποιες σαχλαμάρες με την μορφή υπερβολικής τάσης καθησυχασμού στα όρια παράταιρης ταύτισης συμφερόντων… αλλά ας παραμείνουμε σοβαροί, όπως παρέμεινε σοβαρή και η κ. Παπαρήγα και δεν αναφέρθηκε σε γκεμπελισμούς της Δεξιάς. Ορθότατη ήταν και η παρατήρησή της - σε τηλεοπτική συνέντευξη - πως «ανατροπή δεν σημαίνει να αλλάζουν κυβερνήσεις και να παραμένει η ίδια πολιτική», σημειώνοντας ότι «το ΚΚΕ θα επιμείνει στην αναδιοργάνωση, ανασύνταξη και αναγέννηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος». Δίχως αυτό όμως να έχει καμία σχέση με την εκτίμηση του ΚΚΕ περί ώριμων υλικών, αντικειμενικών συνθηκών για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Το αντίθετο μάλλον σημάνει η τελευταία πρόταση της κυρίας Παπαρήγα, που ενισχύεται με την πεποίθησή της πως «ο λαός πρέπει να πιστέψει ότι μπορεί να νικήσει», αλλά «προς το παρόν δεν το πιστεύει αυτό και γι' αυτό είναι ευάλωτος σε διαφόρου είδους πιέσεις».
Αυτή η παρατήρηση θα μπορούσε να ήταν ένα θαυμάσιο σημείο εκκίνησης για την προσέγγιση των εκλογών που καταφθάνουν με βήμα ταχύ και οι οποίες θα προκύψουν φυσικά, επειδή έτσι θεωρεί κυρίως ο κ. Σαμαράς ότι ωφελείται. Ποτέ μια κυβέρνηση δεν προσφεύγει πρόωρα στην λαϊκή ετυμηγορία αν δεν κρίνει ο πρωθυπουργός και η ηγεσία της γενικότερα πως αυτό είναι προς το συμφέρον της, ή δεν πέσει μετά από απώλεια της δεδηλωμένης (πραγματική ή σκηνοθετημένη).
Τι είναι αυτό, λοιπόν, που θα μπορούσε να κάνει τον λαό να πιστέψει στις δυνάμεις του για την ανατροπή ενός καθεστώτος που τον ταπείνωσε, τον εξαπάτησε και τον εξευτελίζει καθημερινώς με την μορφή πλέον της Συγκυβέρνησης αυτών που επί τόσες δεκαετίες εναλλάσσονταν στα πράγματα; Μα, τι άλλο από την δυνατότητά του να ανατρέψει αυτό το καθεστώς ηγεμονίας που θεμελιώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στην βάση μιας αισχρής διαπλοκής κι ενός υπερκαταναλωτικού μύθου περί ισχυρής Ελλάδας, που πλέον είχε τάχα λύσει το ζήτημα της οικονομικής σταθερότητας με την ένταξή της στην ευρωζώνη! Στην πραγματικότητα η ένταξη αυτή υπονόμευε την παραγωγική εκείνη δομή που προσδιόριζε με αντικειμενικά στοιχεία το μέτρο ισχύος της χώρας, πράγμα που μου δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσω αρκετές φορές. Η πολιτικο-μεγαλοεπιχειρηματική τάξη της Ελλάδας, όχι μόνον διαμόρφωσε από το 1974 και εντεύθεν ένα καθεστώς ευημερίας με γυάλινα πόδια, αλλά το χειρότερο, εκμεταλλεύθηκε πολιτικά την ένταξή μας στην ΕΟΚ, στην ΕΕ και στην ευρωζώνη για να διαμορφώσει τραγικές συνθήκες παραοικονομίας και απολύτως νοσηρής και καιροσκοπικής δημοσιονομικής πολιτικής, προς όφελός της, με την θεμελίωση ανήκουστων προνομίων σε πρόσωπα, ομάδες και συντεχνίες των «δικών της παιδιών». Είναι η ίδια αυτή τάξη που, ταυτιζόμενη σε μεγάλο βαθμό με τις ηγεσίες ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ συνομολόγησε με την τρόικα μια μορφή χρεοκοπίας για την Ελλάδα, πιστεύοντας πως έτσι θα κάνει καλύτερη διαχείριση πολιτικού κόστους, από την στιγμή που πιέστηκε για δραματικές αλλαγές μετά την διεθνή τραπεζική κρίση, που μετεξελίχθηκε σε δημοσιονομική κρίση στην ευρωζώνη. Δηλαδή, ότι μέσω αυτής της συγκεκριμένης μορφής χρεοκοπίας θα μπορούσε να παραμείνει στα πράγματα με μηχανισμό την σταδιακή μεταφορά του οικονομικού κόστους της πτώχευσης κράτους και τραπεζικού συστήματος, κυρίως στους εργαζόμενους, αλλά και στους μικροεπενδυτές. Εκτίμησε προφανώς ότι είναι τέτοια η μορφή του πελατειακού χαρακτήρα της Ελληνικής Δημοκρατίας, που θα μπορούσε σε διαδοχικά στάδια να επιβληθεί μία δραματική εσωτερική υποτίμηση, η οποία θα μείωνε τα διαθέσιμα εισοδήματα από την εργασία περισσότερο από 50% με παράλληλη εφαρμογή ενός καιροσκοπικού φορολογικού συστήματος που θα αποδεκάτιζε την ισχύ της μεσαίας τάξης, δίχως σημαντική ανατροπή των κατεστημένων πολιτικών σχέσεων και σχηματισμών. Τούτο, ασφαλώς, έγινε και εξελίσσεται με την συναίνεση της κεντροευρωπαϊκής ελίτ και του αμερικανικού παράγοντα. Και είναι τούτο που αποκαλείται σταθερότητα από τους φορείς της κυβερνητικής προπαγάνδας, της διαπλοκής και κεφαλαιοκρατικών παραγόντων του εξωτερικού.
Αυτή την «σταθερότητα» που στηρίζεται στην γκεμπελική διάσταση του «σοκ και δέος», ως μορφή που παραλύει μικρομεσαία στρώματα με χαλαρή ή ανύπαρκτη ιδεολογική συγκρότηση και υπερατομικιστική συνείδηση, θα πρέπει ο λαός να ανατρέψει για να ξεκινήσει να δομείται η «πίστη στις δυνατότητές του». Η πίστη αυτή δεν προκύπτει με μεταφυσικό ή απλώς ιδεολογικό τρόπο, αλλά δια της πολιτικής πρακτικής. Ακούγεται ίσως παράδοξο, καθώς η τρέχουσα ιδεολογία διαμορφώνει τρομερή στρέβλωση στις επιστημονικές παρατηρήσεις, αλλά είναι η ίδια η πολιτική πρακτική που προκαλεί για δράση μεταβολής ενός καθεστώτος. Όταν παρατηρούμε λαϊκή αδράνεια, το φαινόμενο οφείλεται στο ότι δεν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που προτείνουν με βάση την παρούσα διάσταση των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και αντιλήψεων ένα πρόγραμμα ανατροπής τους, που δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση την επιδείνωση των ήδη επιδεινωμένων συνθηκών ευημερίας.
Στην πραγματικότητα ο ελληνικός λαός δεν έχει να επιλέξει μεταξύ μίας συντηρητικής και προοδευτικής πολιτικής, αλλά μεταξύ μιας βαθειά αντιδραστικής και μιας μετριοπαθούς αριστερής πολιτικής, αν αποκλείσουμε την πιθανότητα λαϊκής επανάστασης, η οποία προφανώς δεν φαίνεται να έχει καμία σχέση με το παρόν. Τα κόμματα της Συγκυβέρνησης πολιτεύονται με μία μορφή απειλής που μεταβάλλεται σε συνάρτηση με τον βαθμό αντιδραστικότητας των κυβερνητικών μέτρων και πρακτικών. Η μετριοπαθής αριστερή προσέγγιση δεν έχει παρά να δείξει πως η μεγίστη απειλή για τα δύο τρίτα της κοινωνίας είναι η μορφή απειλών, το «πακέτο απειλών», που συντάσσει ως επικοινωνιακή στρατηγική το καθεστώς που είναι στα πράγματα. Σε αυτές τις εκλογές εκείνοι που επιθυμούν την αντιμετώπιση της κρίσης μέσω της αστικής μεταρρύθμισης αριστερού χαρακτήρα, θα πρέπει να αναδείξουν τον κίνδυνο για την κοινωνία, την πολιτεία, την αγορά και την χώρα από την μετατροπή της συντηρητικής παράταξης και του ΠΑΣΟΚ σε αντιδραστικές δυνάμεις που μάχονται εναντίον του μαζικού κινήματος των εργαζομένων και μιας δημοκρατικής πολιτικής ηθικής εντός της οποίας είναι βέβαιον ότι δεν νοιώθουν καθόλου άνετα.
Οι εκλογές, λοιπόν, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως η τελευταία ελπίδα ανάκτησης του παρόντος από τον λαό, στον βαθμό που σοβαρευτούν οι προοδευτικοί αλλά και οι αξιοπρεπείς συντηρητικοί και επιδιώξουν την μεταβολή του αστικού καθεστώτος στην Ελλάδα ως προς το δημοκρατικότερο και ηθικότερο, πιέζοντας τις προοδευτικές δυνάμεις που διεκδικούν την κυβέρνηση, αντί να ριζοσπαστικοποιήσουν την ρητορεία τους και να επιδοθούν σε υπερβατικές αντικαπιταλιστικές κορώνες, να εκπονήσουν ένα ριζοσπαστικό πλάνο διοικητικής μεταρρύθμισης και παραγωγικής ανασυγκρότησης υπέρ των εργαζομένων και της τεχνολογίας, που θα συνιστά ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, θέτοντας παράλληλα την βάση μιας νέας βιομηχανικής ανάπτυξης. Αυτό το σχέδιο δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με το μνημόνιο και την δανειακή σύμβαση.
Είναι λοιπόν στο χέρι των ευρωπαϊκών θεσμών και των κυρίαρχων διεθνών παραγόντων να επιτρέψουν στην Ελλάδα να εφαρμόσει αυτό το εθνικό της πρόγραμμα ανασυγκρότησης, ή όχι. Με άλλα λόγια, αν θα της επιτρέψουν να διατηρήσει ως εθνικό της νόμισμα το ευρώ, ή όχι - μέχρι να δούμε πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί μέσω του συντονισμού του πανευρωπαϊκού κινήματος των εργαζομένων αυτή η μεταμοντέρνα περιπέτεια στην ήπειρο μας! Αν όχι, προφανώς οι διεθνείς παράγοντες θα βρίσκονται σε κρίση και θα έχει αποφασιστεί η διάλυση της ευρωζώνης. Σε μια τέτοια περίπτωση θα δοθεί στην νέα κυβέρνηση η ευκαιρία να εφαρμόσει ακόμη πιο ριζοσπαστική πολιτική για εκδημοκρατισμό και εκβιομηχάνιση, πράγμα που δεν θα μπορούσε κανείς να κάνει καλύτερα από εκείνους που δεν συνέδεσαν την πολιτική τους καριέρα με το κεφάλαιο και τους κεφαλαιούχους. Εάν η γερμανική κυβέρνηση για παράδειγμα, δεν δεχθεί να πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων το μνημόνιο και να αναθεωρηθεί εκ βάθρων η δανειακή σύμβαση ενώπιον ενός σχεδίου ανασυγκρότησης, φτιαγμένο από «ελληνικά χέρια», απλώς θα σημαίνει ότι περιορίζει το ενδιαφέρον της σε ένα στενό ηγεμονικό πλαίσιο στην κεντρική Ευρώπη και ότι δεν φιλοδοξεί να υπάρξει ως εναλλακτική ηγεμονική δύναμη στην ήπειρό μας, αλλά οραματίζεται τον εαυτό της δεσποτικό πάτρωνα της σημερινής Ευρώπης. Η τελευταία εκδοχή προφανώς βρίσκεται απολύτως αντίθετη με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, καθώς αποτελεί μία ζωτικής σημασίας απειλή προς αυτόν, την οποία μόνον απολύτως αντιδραστικές δυνάμεις θα μπορούσαν να υπηρετήσουν στο εσωτερικό.
*Δημήτρης Γιαννακόπουλος, διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.