Η Μάρθα Τσαρτσίδου ήταν υποψήφια με τη Νέα Δημοκρατία στην Α' Θεσσαλονίκης στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
Πρόκειται για άτομο με έντονη δραστηριότητα στα κοινά της συμπρωτεύουσας. Γεννήθηκε το 1961 στην πρώην Σοβιετική Ένωση και είναι απόφοιτος του πανεπιστήμιου Μεντελέεβ Δ.Ι. της Μόσχας, όπως εμφανίζεται στο βιογραφικό της, στην ιστοσελίδα της Ν.Δ Θεσσαλονίκης.
Διετέλεσε προϊστάμενος του τμήματος προσλήψεων προσωπικού της γενικής διεύθυνσης του υδροηλεκτρικού σταθμού Τιφλίδας κατά την περίοδο 1986 έως 1991. Από την περίοδο 1991 έως το 1998 διετέλεσε υποδιευθύντρια στη Νομαρχία της περιφέρειας Κρασνοντάρ της Ρωσίας και από το 1998 διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα με την οικογένεια της.
Αποτελεί μέλος του ποντιακού συλλόγου παλιννοστούντων Φιλύρου και είχε εκλεχθεί ως δημοτική σύμβουλος του δήμου Χορτιάτη στις εκλογές του 2006 και παρέμεινε μέχρι το πέρας της θητείας της έως το 2010. Στο πλούσιο βιογραφικό της τονίζεται στον επίλογο: «Σε όλη την διάρκεια ενασχόλησής της με τα κοινά έχει προσφέρει σημαντική βοήθεια στους συνανθρώπους μας πάνω σε θέματα ιθαγένειας και επιμέρους ειδικών υποθέσεων».
Η «ταρίφα» της… βιομηχανίας νομιμοποιήσεων αλλοδαπών κυμαινόταν από 700 έως 7.000 ευρώ για κάθε «λευκό» γάμο και νομιμοποίηση, (από το 2010, φαίνεται να έχουν τελέσει 68 εικονικούς γάμους εξοικονομώντας περίπου 200.000 ευρώ και σχεδίαζαν ακόμη 79 με κέρδη περίπου μισό εκατομμύριο ευρώ). Συνελήφθησαν στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας 11 άτομα, εκ των οποίων τα 3 ηγετικά μέλη της οργάνωσης ενώ αναζητούνται άλλα 5 μέλη. Στην υπόθεση εμπλέκονται συνολικά 173 άτομα, μεταξύ των οποίων 7 δικηγόροι, 2 μεταφραστές 2 δημοτικοί υπάλληλοι και 1 δημόσιος υπάλληλος.
Σκοπός της οργάνωσης, ήταν η νομιμοποίηση αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι βρίσκονταν μη νόμιμα στη χώρα μας, μέσω εικονικών γάμων με Έλληνες ή υπηκόους κρατών-μελών της Ε.Ε. Τα 3 ηγετικά στελέχη συμβούλευαν και κατηύθυναν τους μη νόμιμους μετανάστες, να υποβάλλουν σχετικό αίτημα στην αρμόδια αστυνομική αρχή προκειμένου να τους αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Στη συνέχεια, μέχρι να εξετασθεί το αίτημά τους, τους χορηγούνταν δελτίο αιτήσαντος ασύλου (ροζ κάρτα), έγγραφο το οποίο νομιμοποιούσε την παραμονή τους προσωρινά στη χώρα, ενώ τα μέλη της οργάνωσης εντόπιζαν υποψήφιους «συζύγους», κυρίως Έλληνες, οι οποίοι έναντι αμοιβής έκαναν τους εικονικούς γάμους. Επίσης, τα μέλη της οργάνωσης αναλάμβαναν και τις διαδικαστικές λεπτομέρειες του νομότυπου, του εικονικού γάμου (έκδοση αδειών, δημοσίευση αγγελίας γάμου σε εφημερίδα κ.ά).
Έπειτα οι αλλοδαποί υπέβαλαν στους Δήμους του τόπου κατοικίας τους, αίτημα χορήγησης άδειας διαμονής ως σύζυγοι υπηκόων κρατών- μελών της Ε.Ε ενώ παραιτούνταν από το αίτημα αναγνώρισής τους ως πρόσφυγες. Κατά την υποβολή του αιτήματος προσκόμιζαν ψευδείς υπεύθυνες δηλώσεις φιλοξενίας ή συμβόλαια μίσθωσης κατοικιών καθώς και διάφορα πλαστά έγγραφα, με τα οποία τους εφοδίαζαν τα μέλη της οργάνωσης. Σε κάποιες περιπτώσεις τα μέλη της οργάνωσης προέβαιναν σε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες, προκειμένου ο εικονικός γάμος με τους ημεδαπούς να τελεστεί στην χώρα του αλλοδαπού (υπηκόου τρίτης χώρας), ο οποίος βρίσκονταν εκτός της επικράτειας και με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονταν η χορήγηση σε αυτόν «Θεώρησης Εισόδου» ( VISA ).
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι «σύζυγοι» δεν γνώριζαν ο ένας τα στοιχεία ταυτότητας του άλλου.
Τα χρηματικά ποσά που απαιτούσε η εγκληματική οργάνωση από τους αλλοδαπούς, ποίκιλλαν από (700) έως (7.000) ευρώ, ανάλογα με την περίσταση. Ειδικότερα:
Για την απόκτηση του δελτίου αιτήσαντος ασύλου, εισέπραττε η οργάνωση από 700 έως 1.000 ευρώ. Για την έκδοση άδειας διαμονής , ως σύζυγοι πολίτη κράτους-μέλους της Ε.Ε, εισέπραττε 4.500 ενώ σε περίπτωση που ο αλλοδαπός κατά την είσοδό του στην επικράτεια κατείχε «Θεώρηση Εισόδου», το ποσό μειώνονταν στις 3.500 ευρώ.
Στις περιπτώσεις που οι Έλληνες υποψήφιοι «σύζυγοι», πήγαιναν στη χώρα καταγωγής του αλλοδαπού, το ποσό ανέβαινε στις 7.000 ευρώ.
Οι κύριοι και απλοί συνεργοί της οργάνωσης, προκειμένου να διευκολύνουν την εγκληματική της δράση, πλαστογραφούσαν έγγραφα, μετέφραζαν πλαστά δικαιολογητικά και χρησιμοποιούσαν κάθε δυνατό μέσο για τη ταχύτερη διεκπεραίωση των διαδικασιών.